Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinfierìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinfjeˈrire]

1 λυσσώ ξανά
2 λυσσομανώ ξανά
3 λυσσιάζω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinfianco rinfilare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinfiammare (ρ. μτβ.)
rinfiammarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfiancamento (ουσ αρσ )
rinfiancare (ρ. μτβ.)
rinfianco (ουσ αρσ )
rinfierire (ρ.αμτβ.)
rinfilare (ρ. μτβ.)
rinfittire (ρ.αμτβ.)
rinfocolamento (ουσ αρσ )
rinfocolare (ρ. μτβ.)
rinfocolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfoderare (ρ. μτβ.)
rinfornare (ρ. μτβ.)
rinforzabile (επίθ.)
rinforzamento (ουσ αρσ )
rinforzare (ρ.αμτβ.)
rinforzare (ρ. μτβ.)
rinforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinforzato (επίθ.)
rinforzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---