Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfierìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rinfjeˈrire] 1 λυσσώ ξανά 2 λυσσομανώ ξανά 3 λυσσιάζω ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |