Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinfiànco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rinˈfjanko]

1 αντιστήριξη
2 υποστήριγμα
3 υποστήριξη
4 στήριξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinfiancare rinfierire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinfervorarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfiammare (ρ. μτβ.)
rinfiammarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfiancamento (ουσ αρσ )
rinfiancare (ρ. μτβ.)
rinfianco (ουσ αρσ )
rinfierire (ρ.αμτβ.)
rinfilare (ρ. μτβ.)
rinfittire (ρ.αμτβ.)
rinfocolamento (ουσ αρσ )
rinfocolare (ρ. μτβ.)
rinfocolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfoderare (ρ. μτβ.)
rinfornare (ρ. μτβ.)
rinforzabile (επίθ.)
rinforzamento (ουσ αρσ )
rinforzare (ρ.αμτβ.)
rinforzare (ρ. μτβ.)
rinforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinforzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---