Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfocolaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinfokolaˈmento] 1 αναζωπύρωση 2 μόχλευση 3 αναμόχλευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |