Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinforzàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rinforˈtsato] 1 αναζωογονημένος 2 δυναμωμένος 3 τονισμένος 4 ενδυναμωμένος 5 καρδαμωμένος 6 ισχυροποιημένος 7 ενισχυμένος 8 τονωμένος 9 οπλισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |