Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinfronzolìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinfrondzoˈlire]

στολίζω

rinfronzolirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinfrondzoˈlirsi]

Στολίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinfresco rinfurbire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinfrescare (ρ. μτβ.)
rinfrescarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfrescata (θηλ.ουσ)
rinfrescativo (επίθ.)
rinfresco (ουσ αρσ )
rinfronzolire (ρ. μτβ.)
rinfronzolirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfurbire (ρ.αμτβ.)
rinfusa (θηλ.ουσ)
ring (ουσ αρσ )
ringagliardimento (ουσ αρσ )
ringagliardire (ρ.αμτβ.)
ringagliardire (ρ. μτβ.)
ringagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzire (ρ.αμτβ.)
ringalluzzire (ρ. μτβ.)
ringalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzito (επίθ.)
ringentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringentilirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---