Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ringentilìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinʤentiˈlire]

εξευγενίζω ξανά

ringentilirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinʤentiˈlirsi]

εξευγενίζομαι περισσότερο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ringalluzzito ringhiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ringagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzire (ρ.αμτβ.)
ringalluzzire (ρ. μτβ.)
ringalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzito (επίθ.)
ringentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringentilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringhiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringhiera (θηλ.ουσ)
ringhio (ουσ αρσ )
ringhioso (επίθ.)
ringhiottire (ρ. μτβ.)
ringiovanimento (ουσ αρσ )
ringiovanire (ρ.αμτβ.)
ringiovanire (ρ. μτβ.)
ringiovanirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringoiare (ρ. μτβ.)
ringorgamento (ουσ αρσ )
ringorgare (ρ. μτβ.)
ringorgarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---