Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ringagliardìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ringaʎʎarˈdire]

1 ζωηρεύω
2 ξαναγεννιούμαι
3 ξανανιώνω
4 αναζωογονούμαι
5 αναθάλλω

ringagliardìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ringaʎʎarˈdire]

1 δίνω νέα ζωή
2 αναζωογονώ
3 τονώνω
4 δυναμώνω

ringagliardirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ringaʎʎarˈdirsi]

1 ξανανιώνω
2 ξαναγεννιούμαι
3 αναθάλλω
4 αναζωογονούμαι
5 ζωηρεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ringagliardimento ringalluzzire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinfronzolirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfurbire (ρ.αμτβ.)
rinfusa (θηλ.ουσ)
ring (ουσ αρσ )
ringagliardimento (ουσ αρσ )
ringagliardire (ρ.αμτβ.)
ringagliardire (ρ. μτβ.)
ringagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzire (ρ.αμτβ.)
ringalluzzire (ρ. μτβ.)
ringalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzito (επίθ.)
ringentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringentilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringhiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringhiera (θηλ.ουσ)
ringhio (ουσ αρσ )
ringhioso (επίθ.)
ringhiottire (ρ. μτβ.)
ringiovanimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---