Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ringalluzzìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ringallutˈtsito]

1 αλαζονικός
2 φαντασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ringalluzzirsi ringentilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ringagliardire (ρ. μτβ.)
ringagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzire (ρ.αμτβ.)
ringalluzzire (ρ. μτβ.)
ringalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzito (επίθ.)
ringentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringentilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringhiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringhiera (θηλ.ουσ)
ringhio (ουσ αρσ )
ringhioso (επίθ.)
ringhiottire (ρ. μτβ.)
ringiovanimento (ουσ αρσ )
ringiovanire (ρ.αμτβ.)
ringiovanire (ρ. μτβ.)
ringiovanirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringoiare (ρ. μτβ.)
ringorgamento (ουσ αρσ )
ringorgare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---