Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ringalluzzìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ringallutˈtsire]

1 ξεψαρώνω
2 αποθρασύνομαι
3 ξεθαρρεύω
4 παίρνω αέρα

ringalluzzìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ringallutˈtsire]

1 ενθαρρύνω
2 κάνω πιο θρασύ

ringalluzzirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ringallutˈtsirsi]

1 αποθρασύνομαι
2 παίρνω αέρα
3 ξεψαρώνω
4 ξεθαρρεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ringagliardirsi ringalluzzito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ring (ουσ αρσ )
ringagliardimento (ουσ αρσ )
ringagliardire (ρ.αμτβ.)
ringagliardire (ρ. μτβ.)
ringagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzire (ρ.αμτβ.)
ringalluzzire (ρ. μτβ.)
ringalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringalluzzito (επίθ.)
ringentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringentilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringhiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringhiera (θηλ.ουσ)
ringhio (ουσ αρσ )
ringhioso (επίθ.)
ringhiottire (ρ. μτβ.)
ringiovanimento (ουσ αρσ )
ringiovanire (ρ.αμτβ.)
ringiovanire (ρ. μτβ.)
ringiovanirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---