Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ringiovaniménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rinʤovaniˈmento]

1 ξανάνιωμα
2 ανανέωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ringhiottire ringiovanire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ringhiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ringhiera (θηλ.ουσ)
ringhio (ουσ αρσ )
ringhioso (επίθ.)
ringhiottire (ρ. μτβ.)
ringiovanimento (ουσ αρσ )
ringiovanire (ρ.αμτβ.)
ringiovanire (ρ. μτβ.)
ringiovanirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringoiare (ρ. μτβ.)
ringorgamento (ουσ αρσ )
ringorgare (ρ. μτβ.)
ringorgarsi (ρ.μ. (αντων.))
ringrandire (ρ.αμτβ.)
ringrandire (ρ. μτβ.)
ringrandirsi (ρ.μ. (αντων.))
ringrassare (ρ.αμτβ.)
ringrassare (ρ. μτβ.)
ringraziamento (ουσ αρσ )
ringraziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---