Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrìnghio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈringjo] 1 βογκητό 2 γρυλισμός 3 γογγυσμός 4 γρύλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |