Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfrescàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rinfresˈkare] (tempo) δροσίζω rinfrescàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rinfresˈkare] 1 αποκαθιστώ 2 ξεκουράζω 3 αναζωογονώ 4 ξανακαινουργώνω 5 ανακατασκευάζω 6 ανακαινίζω 7 δροσολογώ 8 φρεσκάρω 9 δροσίζω 10 ανανεώνω 11 δροσεύω 12 διαψύχω 13 αναψύχω rinfrescarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rinfresˈkarsi] (lavarsi) δροσίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |