Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfrancàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rinfranˈkare] 1 αναθαρρύνω 2 εμψυχώνω 3 ψυχώνω 4 αποκαθιστώ την εμπιστοσύνη 5 εγκαρδιώνω 6 επαναβεβαιώνω 7 ενθαρρύνω rinfrancarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rinfranˈkarsi] 1 εμψυχώνομαι 2 ενθαρρύνομαι 3 παρηγορούμαι 4 εγκαρδιώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |