Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinfrescànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rinfresˈkante]

ήπιο καθαρκτικό

rinfrescànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rinfresˈkante]

1 δροσιστικός
2 ανανεωτικός
3 αναζωογονητικός
4 δυναμωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinfrescamento rinfrescare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinforzato (επίθ.)
rinforzo (ουσ αρσ )
rinfrancare (ρ. μτβ.)
rinfrancarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfrescamento (ουσ αρσ )
rinfrescante (ουσ αρσ )
rinfrescante (επίθ.)
rinfrescare (ρ.αμτβ.)
rinfrescare (ρ. μτβ.)
rinfrescarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfrescata (θηλ.ουσ)
rinfrescativo (επίθ.)
rinfresco (ουσ αρσ )
rinfronzolire (ρ. μτβ.)
rinfronzolirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfurbire (ρ.αμτβ.)
rinfusa (θηλ.ουσ)
ring (ουσ αρσ )
ringagliardimento (ουσ αρσ )
ringagliardire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---