Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfrescaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinfreskaˈmento] 1 αναψυχή 2 αναζωογόνηση 3 ελαφρή ψύξη 4 ξεκούραση 5 δρόσισμα 6 φρεσκάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |