Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfrescàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rinfresˈkata] 1 φρεσκάρισμα 2 δρόσισμα 3 δρόσισμα του καιρού 4 φρεσκαδούρα (άνεμος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |