Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinforzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinfortsaˈmento] 1 υποστήριξη 2 εδραίωση 3 δυνάμωμα 4 ενίσχυση 5 ενδυνάμωση 6 ισχυροποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |