ItalianoGreco


rinfiancàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinfjanˈkare]

1 συντρέχω
2 στηρίζω
3 υποστυλώνω
4 υποβαστάζω
5 ενισχύω
6 στυλώνω
7 υποστηρίζω
8 βοηθώ
9 αντιστυλώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---