Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfittìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rinfitˈtire] 1 πυκνώνω 2 γίνομαι πιο ογκώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |