Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfervoràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rinfervoˈrare] προκαλώ νέο ενθουσιασμό rinfervorarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rinfervoˈrarsi] 1 ενθουσιάζομαι πάλι 2 αποκτώ νέο ενθουσιασμό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |