Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinencèfalo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,rinenˈʧɛfalo] 1 οσφρυὶκό τμήμα εγκεφάλου εμβρύου 2 ρινικός εγκέφαλος 3 ρινεγκέφαλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |