Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rindurìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinduˈrire]

Σκληραίνω

rindurirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinduˈrirsi]

σκληραίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rincupirsi rinegare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinculata (θηλ.ουσ)
rinculo (ουσ αρσ )
rincupire (ρ.αμτβ.)
rincupire (ρ. μτβ.)
rincupirsi (ρ.μ. (αντων.))
rindurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rindurirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinegare (ρ. μτβ.)
rinegoziare (ρ. μτβ.)
rinencefalo (ουσ αρσ )
rinettare (ρ. μτβ.)
rinevicare (ρ.αμτβ.)
rinfacciare (ρ. μτβ.)
rinfaccio (ουσ αρσ )
rinfervorare (ρ. μτβ.)
rinfervorarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfiammare (ρ. μτβ.)
rinfiammarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfiancamento (ουσ αρσ )
rinfiancare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---