Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinfàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinˈfatʧo] 1 μάλωμα 2 κατσάδα 3 προσβολή 4 πέταμα στα μούτρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |