Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raddoppiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raddoppjaˈmento]

1 αναπαραγωγή σε πανομοιότυπο
2 διπλασιασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raddolcirsi raddoppiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raddobbo (ουσ αρσ )
raddolcimento (ουσ αρσ )
raddolcire (ρ.αμτβ.)
raddolcire (ρ. μτβ.)
raddolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiamento (ουσ αρσ )
raddoppiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raddoppiarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiato (επίθ.)
raddoppio (ουσ αρσ )
raddrizzamento (ουσ αρσ )
raddrizzare (ρ. μτβ.)
raddrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddrizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)
radere (ρ. μτβ.)
radersi (ρ.μ. (αντων.))
radezza (θηλ.ουσ)
radiale (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---