Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈradere]

ξυρίζω

radersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈradersi]

ξυρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radenza radezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raddrizzare (ρ. μτβ.)
raddrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddrizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)
radere (ρ. μτβ.)
radersi (ρ.μ. (αντων.))
radezza (θηλ.ουσ)
radiale (θηλ.ουσ)
radiale (επίθ.)
radialmente (επίρ.)
radiamento (ουσ αρσ )
radiante (ουσ αρσ )
radiante (επίθ.)
radianza (θηλ.ουσ)
radiare (ρ. μτβ.)
radiativo (επίθ.)
radiato (επίθ.)
radiatore (ουσ αρσ )
radiazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---