Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradiànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [raˈdjantsa] 1 πυκνότητα ροής ακτινοβολίας 2 σέλας 3 ακτινοβολία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |