Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradicalizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [radikalidˈdzare] δρω πολιτικά ριζοσπαστικά radicalizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [radikalidˈdzarsi] 1 γίνομαι ριζοσπάστης 2 κινούμαι προς το ριζοσπαστισμό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |