Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radicàndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [radiˈkando]

υπόρριζη ποσότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radicamento radicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radicalizzare (ρ. μτβ.)
radicalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
radicalizzazione (θηλ.ουσ)
radicalmente (επίρ.)
radicamento (ουσ αρσ )
radicando (ουσ αρσ )
radicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
radicarsi (ρ.μ. (αντων.))
radicato (επίθ.)
radicazione (θηλ.ουσ)
radicchio (ουσ αρσ )
radice (θηλ.ουσ)
radichetta (θηλ.ουσ)
radiciforme (επίθ.)
radicolare (επίθ.)
radicolite (θηλ.ουσ)
radimadia (ουσ αρσ )
radio (ουσ αρσ )
radio (θηλ.ουσ)
radioabbonato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---