Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradichétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [radiˈketta] 1 εμβρυὶκή ρίζα σπόρου 2 υποκοτύλιο με ρίζα 3 ριζίδιο 4 παράρριζο 5 πρωτογενής ρίζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |