Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόràdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈradjo] 1 κερκίδα (ανατομία) 2 ράδιο (χημικό στοιχείο Ra) ràdio ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈradjo] το ράδιο, το ραδιόφωνο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgiornale [αρσ.] radio = το ραδιοφωνικό δελτίο, τα ραδιοφονικά νέα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |