Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradimàdia
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,radiˈmadja] 1 ξύστρα ζυμωτήριου 2 ξυστήρι σκάφης ζυμώματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |