Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradicifórme
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [radiʧiˈforme] 1 ριζόμορφος 2 ριζοειδής 3 όμοιος με ρίζα φυτού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |