Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradicazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [radikatˈtsjone] 1 πιάσιμο 2 δημιουργία ρίζας 3 ριζοβόλημα 4 ρίζωμα 5 έκφυση ρίζας 6 ριζοφυΐα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |