Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [radiˈkato]

1 εδραιωμένος
2 άσειστος
3 ριζιμιός
4 στερεωμένος
5 εμπεδωμένος
6 πακτωμένος
7 έμπεδος
8 ασάλευτος
9 θεμελιωμένος
10 ακλόνητος
11 ριζωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radicarsi radicazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radicalmente (επίρ.)
radicamento (ουσ αρσ )
radicando (ουσ αρσ )
radicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
radicarsi (ρ.μ. (αντων.))
radicato (επίθ.)
radicazione (θηλ.ουσ)
radicchio (ουσ αρσ )
radice (θηλ.ουσ)
radichetta (θηλ.ουσ)
radiciforme (επίθ.)
radicolare (επίθ.)
radicolite (θηλ.ουσ)
radimadia (ουσ αρσ )
radio (ουσ αρσ )
radio (θηλ.ουσ)
radioabbonato (ουσ αρσ )
radioaltimetro (ουσ αρσ )
radioamatore (ουσ αρσ )
radioascoltatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---