Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiobiologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,radjobioloˈʤia]

Ραδιοβιολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radioaudizione radiobiologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radioastronomia (θηλ.ουσ)
radioastronomo (ουσ αρσ )
radioattività (θηλ.ουσ)
radioattivo (επίθ.)
radioaudizione (θηλ.ουσ)
radiobiologia (θηλ.ουσ)
radiobiologo (ουσ αρσ )
radiobussola (θηλ.ουσ)
radiocanale (ουσ αρσ )
radiocarbonio (ουσ αρσ )
radiochimica (θηλ.ουσ)
radiocollegamento (ουσ αρσ )
radiocomandare (ρ. μτβ.)
radiocomandato (επίθ.)
radiocomando (ουσ αρσ )
radiocomunicazione (θηλ.ουσ)
radioconduttore (ουσ αρσ )
radioconversazione (θηλ.ουσ)
radiocromatografia (θηλ.ουσ)
radiocromatografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---