Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiocomàndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,radjokoˈmando]

ασύρματος τηλεχειρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radiocomandato radiocomunicazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radiocarbonio (ουσ αρσ )
radiochimica (θηλ.ουσ)
radiocollegamento (ουσ αρσ )
radiocomandare (ρ. μτβ.)
radiocomandato (επίθ.)
radiocomando (ουσ αρσ )
radiocomunicazione (θηλ.ουσ)
radioconduttore (ουσ αρσ )
radioconversazione (θηλ.ουσ)
radiocromatografia (θηλ.ουσ)
radiocromatografico (επίθ.)
radiocronaca (θηλ.ουσ)
radiocronista (ουσ αρσ και θηλ.)
radiocronologia (θηλ.ουσ)
radiodermite (θηλ.ουσ)
radiodiagnostica (θηλ.ουσ)
radiodiagnostico (επίθ.)
radiodiffondere (ρ. μτβ.)
radiodiffusione (θηλ.ουσ)
radiodilettante (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---