Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiocronologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,radjokronoloˈʤia]

1 χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα
2 ραδιοχρονολόγηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radiocronista radiodermite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radioconversazione (θηλ.ουσ)
radiocromatografia (θηλ.ουσ)
radiocromatografico (επίθ.)
radiocronaca (θηλ.ουσ)
radiocronista (ουσ αρσ και θηλ.)
radiocronologia (θηλ.ουσ)
radiodermite (θηλ.ουσ)
radiodiagnostica (θηλ.ουσ)
radiodiagnostico (επίθ.)
radiodiffondere (ρ. μτβ.)
radiodiffusione (θηλ.ουσ)
radiodilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
radiodisturbo (ουσ αρσ )
radiodramma (ουσ αρσ )
radioecologia (θηλ.ουσ)
radioecologico (επίθ.)
radioecologo (ουσ αρσ )
radioelemento (ουσ αρσ )
radioelettrico (επίθ.)
radioemanazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---