Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radioecologo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,radjoeˈkɔlogo]

Ραδιοοικολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radioecologico radioelemento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radiodilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
radiodisturbo (ουσ αρσ )
radiodramma (ουσ αρσ )
radioecologia (θηλ.ουσ)
radioecologico (επίθ.)
radioecologo (ουσ αρσ )
radioelemento (ουσ αρσ )
radioelettrico (επίθ.)
radioemanazione (θηλ.ουσ)
radioestesia (θηλ.ουσ)
radioestesista (ουσ αρσ και θηλ.)
radiofaro (ουσ αρσ )
radiofonico (επίθ.)
radiofoto (ουσ αρσ )
radiofrequenza (θηλ.ουσ)
radiofurgone (ουσ αρσ )
radiogenico (επίθ.)
radiogiornale (ουσ αρσ )
radiogoniometria (θηλ.ουσ)
radiogoniometrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---