Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiofòto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [radjoˈfɔto]

1 εκπομπή φωτογραφίας με ασύρματο
2 ραδιοφωτογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radiofonico radiofrequenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radioemanazione (θηλ.ουσ)
radioestesia (θηλ.ουσ)
radioestesista (ουσ αρσ και θηλ.)
radiofaro (ουσ αρσ )
radiofonico (επίθ.)
radiofoto (ουσ αρσ )
radiofrequenza (θηλ.ουσ)
radiofurgone (ουσ αρσ )
radiogenico (επίθ.)
radiogiornale (ουσ αρσ )
radiogoniometria (θηλ.ουσ)
radiogoniometrico (επίθ.)
radiogoniometro (ουσ αρσ )
radiografare (ρ. μτβ.)
radiografia (θηλ.ουσ)
radiografico (επίθ.)
radiogramma (ουσ αρσ )
radioguida (θηλ.ουσ)
radiointerferometro (ουσ αρσ )
radioiodio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---