Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiointerferòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,radjointerfeˈrɔmetro]

ιντερφερόμετρο ασύρματης εκπομπής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radioguida radioiodio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radiografare (ρ. μτβ.)
radiografia (θηλ.ουσ)
radiografico (επίθ.)
radiogramma (ουσ αρσ )
radioguida (θηλ.ουσ)
radiointerferometro (ουσ αρσ )
radioiodio (ουσ αρσ )
radioisotopo (ουσ αρσ )
radiolari (ουσ αρσ πληθ.)
radiolina (θηλ.ουσ)
radiolocalizzare (ρ. μτβ.)
radiolocalizzatore (ουσ αρσ )
radiolocalizzazione (θηλ.ουσ)
radiologia (θηλ.ουσ)
radiologico (επίθ.)
radiologo (ουσ αρσ )
radiomessaggio (ουσ αρσ )
radiometallografia (θηλ.ουσ)
radiometria (θηλ.ουσ)
radiometrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---