Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiometallografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,radjometallograˈfia]

1 εξέταση μεταλλικών επιφανειών με ακτίνες
2 ραδιομεταλλογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radiomessaggio radiometria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radiolocalizzazione (θηλ.ουσ)
radiologia (θηλ.ουσ)
radiologico (επίθ.)
radiologo (ουσ αρσ )
radiomessaggio (ουσ αρσ )
radiometallografia (θηλ.ουσ)
radiometria (θηλ.ουσ)
radiometrico (επίθ.)
radiometro (ουσ αρσ )
radiomicrometro (ουσ αρσ )
radiomobile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
radionavigazione (θηλ.ουσ)
radionuclide (ουσ αρσ )
radioonda (θηλ.ουσ)
radiopilota (ουσ αρσ )
radiopropagazione (θηλ.ουσ)
radioregistratore (ουσ αρσ )
radioresistenza (θηλ.ουσ)
radioricevente (θηλ.ουσ)
radioricevente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---