Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradioricevènte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,radjoriʧeˈvɛnte] 1 δέκτης ασυρμάτου 2 δέκτης ραδιοτηλεφώνου 3 δέκτης ραδιοφωνικός 4 ραδιόφωνο radioricevènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,radjoriʧeˈvɛnte] δεχόμενος ραδιοκύματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |