Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradiomicròmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,radjomiˈkrɔmetro] 1 ραδιομικρόμετρο 2 μικρόμετρο με εκπομπή ραδιοκυμάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |