Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradiogràmma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [radjoˈgramma] 1 πλάκα ακτινογραφίας 2 ακτινογραφία 3 ακτινογράφημα 4 εικόνα παρμένη με ακτινογραφικό μηχάνημα ακτίνων Χ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |