Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [radjograˈfia]

η ραδιογραφία, η ακτινογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radiografare radiografico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radiogiornale (ουσ αρσ )
radiogoniometria (θηλ.ουσ)
radiogoniometrico (επίθ.)
radiogoniometro (ουσ αρσ )
radiografare (ρ. μτβ.)
radiografia (θηλ.ουσ)
radiografico (επίθ.)
radiogramma (ουσ αρσ )
radioguida (θηλ.ουσ)
radiointerferometro (ουσ αρσ )
radioiodio (ουσ αρσ )
radioisotopo (ουσ αρσ )
radiolari (ουσ αρσ πληθ.)
radiolina (θηλ.ουσ)
radiolocalizzare (ρ. μτβ.)
radiolocalizzatore (ουσ αρσ )
radiolocalizzazione (θηλ.ουσ)
radiologia (θηλ.ουσ)
radiologico (επίθ.)
radiologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---