Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiodermìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,radjoderˈmite]

1 ραδιοδερματίτιδα
2 ακτινοδερματίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radiocronologia radiodiagnostica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radiocromatografia (θηλ.ουσ)
radiocromatografico (επίθ.)
radiocronaca (θηλ.ουσ)
radiocronista (ουσ αρσ και θηλ.)
radiocronologia (θηλ.ουσ)
radiodermite (θηλ.ουσ)
radiodiagnostica (θηλ.ουσ)
radiodiagnostico (επίθ.)
radiodiffondere (ρ. μτβ.)
radiodiffusione (θηλ.ουσ)
radiodilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
radiodisturbo (ουσ αρσ )
radiodramma (ουσ αρσ )
radioecologia (θηλ.ουσ)
radioecologico (επίθ.)
radioecologo (ουσ αρσ )
radioelemento (ουσ αρσ )
radioelettrico (επίθ.)
radioemanazione (θηλ.ουσ)
radioestesia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---