Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradicàle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [radiˈkale] 1 μέλος ριζοσπαστικού κόμματος 2 ρίζα (λέξης) 3 ριζοσπάστης radicàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [radiˈkale] 1 ριζικός 2 politica ριζοχπαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |