Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradicaleggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [radikaledˈʤare] 1 συμπαθώ το ριζοσπαστικό κόμμα 2 είμαι ριζοσπαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |