Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [radjaˈmento]

ακτινοβολία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radialmente radiante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radersi (ρ.μ. (αντων.))
radezza (θηλ.ουσ)
radiale (θηλ.ουσ)
radiale (επίθ.)
radialmente (επίρ.)
radiamento (ουσ αρσ )
radiante (ουσ αρσ )
radiante (επίθ.)
radianza (θηλ.ουσ)
radiare (ρ. μτβ.)
radiativo (επίθ.)
radiato (επίθ.)
radiatore (ουσ αρσ )
radiazione (θηλ.ουσ)
radica (θηλ.ουσ)
radicale (ουσ αρσ και θηλ.)
radicale (επίθ.)
radicaleggiare (ρ.αμτβ.)
radicalismo (ουσ αρσ )
radicalizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---