Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [raˈdjale]

ακτίνα

radiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raˈdjale]

1 ακτινικός
2 ακτινοειδής
3 ακτινωτός
4 κερκιδικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radezza radialmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)
radere (ρ. μτβ.)
radersi (ρ.μ. (αντων.))
radezza (θηλ.ουσ)
radiale (θηλ.ουσ)
radiale (επίθ.)
radialmente (επίρ.)
radiamento (ουσ αρσ )
radiante (ουσ αρσ )
radiante (επίθ.)
radianza (θηλ.ουσ)
radiare (ρ. μτβ.)
radiativo (επίθ.)
radiato (επίθ.)
radiatore (ουσ αρσ )
radiazione (θηλ.ουσ)
radica (θηλ.ουσ)
radicale (ουσ αρσ και θηλ.)
radicale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---